υποπαχυς

υποπαχυς
    ὑπόπαχυς
    ὑπό-πᾰχυς
    2, gen. εος толстоватый, тучноватый
    

(πρεσβύτης Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποπαχυς" в других словарях:

  • υπόπαχυς — υ, Α [παχύς] ο πυκνός ως προς τη σύσταση, πηχτός …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»